Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιπλώνω [epiplóno] -ομαι Ρ1 : εφοδιάζω έναν κλειστό χώρο, ιδίως μια κατοικία, με έπιπλα: Έχει επιπλώσει το σπίτι της με πολύ γούστο. Ενοικιάζεται επιπλωμένο δωμάτιο / διαμέρισμα.
[λόγ. έπιπλ(ον) -ώ > -ώνω μτφρδ. παλ. γαλλ. ameubler]