Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιπλήττω [epiplíto] -ομαι Ρ2.2 αόρ. επέπληξα, απαρέμφ. επιπλήξει : κάνω επίπληξη, κυρίως προφορική, σε κπ.· τον μαλώνω: Tον επέπληξε ο διευθυντής του, γιατί άργησε να έρθει. ~ έντονα κπ.
[λόγ. < αρχ. (αττ. διάλ.) ἐπιπλήττω]