Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιπλέω [epipléo] Ρ αόρ. επέπλευσα, απαρέμφ. επιπλεύσει : 1.βρίσκομαι, παραμένω στην επιφάνεια ενός υγρού χωρίς να βυθίζομαι: Tο ξύλο επιπλέει στο νερό, ενώ η πέτρα βυθίζεται. Δεν ξέρω να κολυμπώ καλά· απλώς ~. || (φυσ.) ισορροπώ στην επιφάνεια ενός υγρού, έχοντας ένα μέρος του όγκου μου βυθισμένο. 2. (μτφ.) κατορθώνω να παραμείνω στη σημαντική θέση που έχω ή γενικά στην ευνοϊκή κατάσταση που βρίσκομαι, σε αντίθεση με άλλους πιο ικανούς από μένα: Οι κόλακες / οι επιτήδειοι πάντα επιπλέουν. Οι φελλοί* επιπλέουν.
[λόγ. < αρχ. ἐπιπλέω]