Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιπεφυκώς ο [epipefikós] Ο γεν. επιπεφυκότος : (λόγ., ανατ.) λεπτή μεμβράνη που καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια των βλεφάρων και την εξωτερική του βολβού.
[λόγ. < αρχ. ἐπιπεφυκώς (ενν. ὑμήν) μππ. του ρ. ἐπιφύω, -ομαι]