Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιπεφυκώς
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιπεφυκώς ο [epipefikós] Ο γεν. επιπεφυκότος : (λόγ., ανατ.) λεπτή μεμβράνη που καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια των βλεφάρων και την εξωτερική του βολβού.

[λόγ. < αρχ. ἐπιπεφυκώς (ενν. ὑμήν) μππ. του ρ. ἐπιφύω, -ομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες