Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επινόηση η [epinóisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επινοώ. 1. δημιούργημα, συνήθ. πρωτότυπο, του νου που εξυπηρετεί συγκεκριμένο στόχο συνήθ. εργασιακό: Mια ~ της στιγμής ανέτρεψε το προηγούμενο αποτέλεσμα. || εφεύρεση, ανακάλυψη: H ~ νέων μεθόδων καλλιέργειας. H ~ της γραφής. 2. δημιούργημα της φαντασίας που παρουσιάζεται ως αληθινό: Aποδείχτηκε ότι η κατηγορία ήταν συκοφαντική ~ άσχετη με την αλήθεια.
[λόγ. < ελνστ. ἐπινόη(σις) -ση]