Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επινοώ [epinoó] -ούμαι Ρ10.9 : 1.σκέφτομαι, δημιουργώ με το νου κτ. νέο, που εξυπηρετεί συγκεκριμένο στόχο συνήθ. εργασιακό: Ο αληθινός τεχνίτης διαρκώς επινοεί κάτι κι έτσι βελτιώνει το αποτέλεσμα της εργασίας του. || εφευρίσκω, ανακαλύπτω: Tα τελευταία χρόνια επινοήθηκαν νέες μέθοδοι επικοινωνίας. 2. δημιουργώ με τη φαντασία μου κτ. και το παρουσιάζω ως αληθινό: Kάθε φορά επινοεί μια δικαιολογία για να αποφύγει την τιμωρία. Επινόησε ολόκληρη ιστορία για να τον συγκινήσει.
[λόγ. < αρχ. ἐπινοῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- επινοώ.
-
- 1) Σκέφτομαι κ., σοφίζομαι:
- (Ερμον. Χ 99).
- 2)
- α) Καταλαβαίνω, εννοώ:
- ουκ οίδεν τι λέγει, αλλά και κακώς επενόησεν τον ημέτερον λίβελλον (Ελλην. νόμ. 51821)·
- β) αντιλαμβάνομαι, «παίρνω είδηση»:
- κανείς ουδέν εγίνωσκε κρυφοκαμώματά των …, κανείς ουκ επενόει (Βέλθ. 826)·
- γ) ξέρω καλά:
- Άρχοντες, εγνωρίζατε, καλά το επινοείτε (Χρον. Μορ. H 5895).
- α) Καταλαβαίνω, εννοώ:
- 3) Θεωρώ:
- ως δεύτερος Σαμψών ούτος επενοείτο (Διγ. Z 1275).
[αρχ. επινοέω. Η λ. και σήμ.]
- 1) Σκέφτομαι κ., σοφίζομαι: