Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιμόρφωση η [epimórfosi] Ο33 : επιπλέον μόρφωση και ιδίως εκπαίδευση που παρέχεται σε κπ., ιδίως εργαζόμενο, με στόχο τη βελτίωση της επαγγελματικής του ικανότητας· (πρβ. μετεκπαίδευση): Σχολή Επιμορφώσεως Λειτουργών Πρωτοβάθμιας / Mέσης Εκπαιδεύσεως. Λαϊκή / διαρκής ~.
[λόγ. επιμορφω- (δες επιμορφώνω) -σις > -ση (διαφ. το ελνστ. ἐπιμόρφωσις `παραχάραξη΄)]