Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιμονή η [epimoní] Ο29 : ιδιότητα του ατόμου, το οποίο συνεχίζει να κάνει, να επιδιώκει, να υποστηρίζει κτ. παρά τις δυσκολίες, τις αντιρρήσεις κτλ. που αντιμετωπίζει· (πρβ. εμμονή): Mε την ~ και την υπομονή ο άνθρωπος πετυχαίνει τα πάντα. H ~ του να την παντρευτεί τον οδήγησε σε ρήξη με την οικογένειά του. || (επέκτ.) πείσμα: M΄ έχει εκνευρίσει με την ~ του.
[λόγ.(;) < ελνστ. ἐπιμονή, αρχ. σημ.: `σταθερότητα΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- επιμονή η.
-
- 1) Εμμονή στο ίδιο πράγμα, επιμονή:
- εμετανόησα να πολεμώ με τον βασιλέα, … οπού … το έκαμα διά επιμονή των Ουγγάρων (Χρον. σουλτ. 8312).
- 2) Διάρκεια:
- πάντα γαρ ταύτα πρόσκαιρα κι επιμονήν ουκ έχουν (Σπαν. P 159).
[αρχ. ουσ. επιμονή. Η λ. και σήμ.]
- 1) Εμμονή στο ίδιο πράγμα, επιμονή: