Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιμολυβδώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιμολυβδώνω [epimolivδóno] -ομαι Ρ1 : κάνω επιμολύβδωση.

[λόγ. επι- μόλυβδ(ος) -ώ > -ώνω κατά το επιχρυσώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες