Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιμηκύνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιμηκύνω [epimikíno] -ομαι Ρ8.2 : 1.αυξάνω το μήκος ενός σώματος, το κάνω μεγαλύτερο από ό,τι ήταν πριν. 2. αυξάνω ορισμένη χρονική διάρκεια, την κάνω μεγαλύτερη.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιμηκύνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες