Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιμεριστικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιμεριστικός -ή -ό [epimeristikós] Ε1 : που δηλώνει επιμερισμό: Οι επιμεριστικές αόριστες αντωνυμίες. || (μαθημ.): H επιμεριστική ιδιότητα ενός αθροίσματος / μιας διαφοράς, κατά την οποία αυτά πολλαπλασιάζονται ή διαιρούνται με έναν αριθμό, αν τα μέλη τους πολλαπλασιαστούν ή διαιρεθούν με τον ίδιο αριθμό.

[λόγ. επιμερισ- (επιμερίζω) -τικός μτφρδ. γαλλ. distributif]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες