Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιμελούμαι [epimelúme] Ρ10.9β : φροντίζω για κτ. και ιδίως ασχολούμαι με ένα συγκεκριμένο τομέα στα πλαίσια μιας εργασίας: Tην έκδοση του βιβλίου την επιμελήθηκε ο ίδιος ο συγγραφέας.
[λόγ. < αρχ. ἐπιμε λοῦμαι]
[Λεξικό Κριαρά]
- επιμελούμαι.
-
- Φροντίζω (κάπ.):
- (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Ματθ. κε´ 43).
[αρχ. επιμελέομαι. Η λ. και σήμ.]
- Φροντίζω (κάπ.):