Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιμελητεία η [epimelitía] Ο25 : (στρατ.) ονομασία παλαιού στρατιωτικού σώματος που είχε ως προορισμό τον εφοδιασμό του στρατού με τρόφιμα, πυρομαχικά και άλλα αναγκαία υλικά: Aξιωματικός της επιμελητείας.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιμελητεία `το αξίωμα του επιμελητή΄ σημδ. γαλλ. intendance]