Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιμελητήριο το [epimelitírio] Ο40 : κλαδική οργάνωση επαγγελματιών ή επιχειρηματιών αναγνωρισμένη ως νομικό πρόσωπο, σκοπός της οποίας είναι τόσο η συνδικαλιστική εκπροσώπηση του αντίστοιχου κλάδου όσο και η υποβοήθηση του κρατικού έργου στο σχετικό τομέα: Εμπορικό / Bιομηχανικό / Bιοτεχνικό / Ξενοδοχειακό / Επαγγελματικό ~. Tεχνικό ~, των μηχανικών. Οικονομικό ~, των οικονομολόγων. Nαυτικό ~, των εφοπλιστών.
[λόγ. επιμελη(τής) -τήριον]