Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιμέτρηση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιμέτρηση η [epimétrisi] Ο33 : μέτρηση, υπολογισμός που γίνεται στο τέλος: H ~ ενός τεχνικού έργου / μιας εργασίας. || (νομ.) ~ της ποινής, ο ακριβής καθορισμός της από το δικαστήριο, εφόσον αυτό δε γίνεται από το νόμο.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιμέτρη(σις) `τρόπος μετρήματος΄ -ση κατά τη σημ. του επιμετρώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες