Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιμένω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιμένω [epiméno] Ρ αόρ. επέμεινα, απαρέμφ. επιμείνει : α.συνεχίζω να κάνω, να επιδιώκω, να υποστηρίζω κτ. παρά τις δυσκολίες, τις αντιρρήσεις κτλ. που αντιμετωπίζω: ~ σε κτ. / για κτ. Επιμένει ότι είναι αθώος. Επέμενε να πάει, αν και ήταν αργά. || (απόλ.): Mην επιμένεις, σε παρακαλώ· δε γίνεται. Tου είπα ότι δεν μπορούσα, αλλ΄ αυτός επέμενε. β. (συνήθ. για κτ. κακό) εξακολουθώ να υπάρχω: Παρ΄ όλα τα φάρμακα ο πυρετός / ο βήχας επιμένει.

[λόγ.(;) < ελνστ. ἐπιμένω, αρχ. σημ.: `παραμένω΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιμένων ο [epiménon] Ο (βλ. Ε12) : (λόγ.) αυτός που επιμένει: Ο ~ νικά.

[λόγ. μεε. του επιμένω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες