Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιμέλεια η [epimélia] Ο27 : 1α.φροντίδα για κτ. και ιδίως για ένα συγκεκριμένο τομέα στα πλαίσια μιας εργασίας: H ~ της έκδοσης ενός βιβλίου, φροντίδα για το περιεχόμενο και τη μορφή του. Φιλολογική / καλλιτεχνική ~. H ~ του ήχου σε μια ραδιοφωνική / τηλεοπτική εκπομπή. β. (νομ.) φροντίδα για πρόσωπο που δεν έχει δικαιώματα δικαιοπραξίας: H ~ ενός ανηλίκου / ψυχοπαθούς (προσώπου). Tο δικαστήριο αναθέτει την ~ των ορφανών σε στενό συγγενή τους. 2. έντονη και συνεχής φροντίδα, ενδιαφέρον και προσπάθεια κάποιου να κάνει αυτό που οφείλει. ANT αμέλεια: Δείχνει ~ στις σπουδές του. Bραβεύτηκε για το ήθος και την επιμέλειά του.
[λόγ. < αρχ. ἐπιμέλεια (στη σημ. 1)]
[Λεξικό Κριαρά]
- επιμέλεια η· επιμελεία· επιμελειά· ’πιμελεία.
-
- 1)
- α) Φροντίδα:
- (Θησ. Β´ [885])·
- β) φρ. επιμέλειαν ποιώ = επιτροπεύω, κηδεμονεύω:
- (Ελλην. νόμ. 5391).
- α) Φροντίδα:
- 2)
- α) Ενδιαφέρον, ζήλος:
- εσείς μ’ επιμελειάν … τους λόγους μου ακούσατε (Θησ. (Foll.) I 25)·
- β) επιμονή:
- Μήπως της κυρα-’Μίλιας κερδίσει την αγάπην … με την επιμελείαν του (Θησ. Ε´ [24]).
- α) Ενδιαφέρον, ζήλος:
[αρχ. ουσ. επιμέλεια. Η λ. και σήμ.]
- 1)