Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιλύω [epilíο] -ομαι Ρ9 αόρ. επέλυσα, απαρέμφ. επιλύσει : λύνω. 1α. ξεπερνώ, αίρω τις δυσκολίες ή τις περιπλοκές που παρουσιάζει μια κατάσταση, ένα ζήτημα ή μια διαδικασία: Tο πρόβλημα επιλύθηκε μόνιμα / προσωρινά / ικανοποιητικά. β. δίνω λύση, τέλος σε κτ.: Επέλυσε τις διαφορές του με τους συγγενείς του για τα κληρονομικά στα δικαστήρια. 2. (λόγ.) α. βρίσκω το ζητούμενο σε μαθηματικό πρόβλημα ή σε πνευματικό παιχνίδι. β. διευκρινίζω, ερμηνεύω.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιλύω, αρχ. σημ.: `ξελύνω΄]