Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιλοχίας ο [epiloxías] Ο3 : (στρατ.) βαθμός υπαξιωματικού του στρατού ξηράς, ανώτερος από το λοχία και κατώτερος από τον αρχιλοχία: Tα διακριτικά του επιλοχία. || ~ του λόχου, υπαξιωματικός που βοηθά το διοικητή λόχου σε θέματα που αφορούν τους στρατιώτες.
[λόγ. επι- λοχίας]