Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιλογέας ο [epilojéas] Ο21 : α.(μηχανολ.) μηχάνημα ή εξάρτημα μηχανήματος που κάνει ορισμένη επιλογή. β. (πληροφ.) δυνατότητα του χρήστη ορισμένων ηλεκτρονικών υπολογιστών να επιλέγει: Για να αλλάξετε τον εκτυπωτή στον οποίο θέλετε να εκτυπώσετε πρέπει να ανοίξετε τον επιλογέα.
[λόγ. επιλογ(ή) -εύς > -έας, μτφρδ.: α: γαλλ. sélecteur ή αγγλ. selector· β: αγγλ. chooser]