Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επικυρίαρχος -η -ο [epikiríarxos] Ε5 : (νομ.) που έχει και ασκεί δικαιώματα επικυριαρχίας σε άλλη χώρα: Επικυρίαρχο κράτος. Σχέσεις μεταξύ επικυρίαρχης και υποτελούς χώρας.
[λόγ. επι- κυρίαρχος μτφρδ. γαλλ. suzerain]