Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επικυρίαρχος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επικυρίαρχος -η -ο [epikiríarxos] Ε5 : (νομ.) που έχει και ασκεί δικαιώματα επικυριαρχίας σε άλλη χώρα: Επικυρίαρχο κράτος. Σχέσεις μεταξύ επικυρίαρχης και υποτελούς χώρας.

[λόγ. επι- κυρίαρχος μτφρδ. γαλλ. suzerain]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες