Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επικρουστήρας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επικρουστήρας ο [epikrustíras] Ο2 : επίμηκες μεταλλικό εξάρτημα όπλων που καταλήγει σε αιχμή, η οποία χτυπώντας το καψούλι προκαλεί την ανάφλεξη της γόμωσης: Ο ~ του πιστολιού / του τουφεκιού. Ο ~ της νάρκης. Kανόνι με ηλεκτρικό επικρουστήρα.

[λόγ. < αρχ. ρ. ἐπικρουσ- (ἐπικρούω) `χτυπώ με σφυρί΄ -τήρ > -τήρας μτφρδ. γαλλ. percuteur]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες