Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επικρουστήρας ο [epikrustíras] Ο2 : επίμηκες μεταλλικό εξάρτημα όπλων που καταλήγει σε αιχμή, η οποία χτυπώντας το καψούλι προκαλεί την ανάφλεξη της γόμωσης: Ο ~ του πιστολιού / του τουφεκιού. Ο ~ της νάρκης. Kανόνι με ηλεκτρικό επικρουστήρα.
[λόγ. < αρχ. ρ. ἐπικρουσ- (ἐπικρούω) `χτυπώ με σφυρί΄ -τήρ > -τήρας μτφρδ. γαλλ. percuteur]