Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επικροτώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επικροτώ [epikrotó] -ούμαι Ρ10.9 : επιδοκιμάζω έντονα κτ.: H κοινή γνώμη θεωρεί σωστά τα κυβερνητικά μέτρα και τα επικροτεί.

[λόγ. < ελνστ. ἐπικροτῶ `χτυπώ τα χέρια για επευφημία΄, αρχ. σημ.: `προκαλώ θόρυβο΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες