Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επικριτικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επικριτικός -ή -ό [epikritikós] Ε1 : που χαρακτηρίζεται από επίκριση: Επικριτική ομιλία / αρθρογραφία / άποψη. Επικριτικά σχόλια. || (για πρόσ.) που επικρίνει ή συνηθίζει να επικρίνει: Mην είσαι τόσο ~. επικριτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἐπικριτικός `διαιτητικός 2΄ κατά τη σημ. των επικρίνω, επικριτής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες