Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επικριτικός -ή -ό [epikritikós] Ε1 : που χαρακτηρίζεται από επίκριση: Επικριτική ομιλία / αρθρογραφία / άποψη. Επικριτικά σχόλια. || (για πρόσ.) που επικρίνει ή συνηθίζει να επικρίνει: Mην είσαι τόσο ~.
επικριτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἐπικριτικός `διαιτητικός 2΄ κατά τη σημ. των επικρίνω, επικριτής]