Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επικρεμ%
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
επικρέμαμαι.
  • Κρεμιέμαι:
    • τον τράχηλον εκείνου επικρεμάσθη (Διγ. Z 1192).

[αρχ. επικρέμαμαι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επικρεμάμενος -η -ο [epikremámenos] Ε5 : (λόγ.) για κακό που επικρέμαται, που πρόκειται να συμβεί ή να εκδηλωθεί και να προκαλέσει βλάβη: Ο ~ κίνδυνος. H επικρεμάμενη συμφορά.

[λόγ. < αρχ. ἐπικρεμάμενος (κίνδυνος) μπε. του ἐπικρέμαμαι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επικρέμαται [epikrémate] Ρ (στο γ' πρόσ.) μπε. επικρεμάμενος* : (λόγ.) (για κακό) πρόκειται να συμβεί ή να εκδηλωθεί και να προκαλέσει βλάβη: ~ η θεϊκή οργή / η τιμωρία.

[λόγ. γ' εν. < αρχ. ἐπικρέμαμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες