Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επικρατών -ούσα -ούν [epikratón] Ε12β : (λόγ.) 1α. που επικρατεί, υπερτερεί, υπερισχύει σε σύγκριση ή σε αναμέτρηση: H επικρατούσα θρησκεία σε μια χώρα, που από τους νόμους της αναγνωρίζεται ως ανώτερη. Στην Ελλάδα επικρατούσα θρησκεία είναι εκείνη της Aνατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. β. που κυριαρχεί έναντι άλλων: H επικρατούσα γνώμη / άπο ψη. 2. που επικρατεί, που συμβαίνει και αποτελεί το κύριο ή το μοναδικό χαρακτηριστικό μιας χρονικής περιόδου ή μιας κατάστασης: Οι επικρατούντες ισχυροί άνεμοι δυσχέραιναν το έργο των πυροσβεστών. Tο επικρατούν ψύχος.
[λόγ. μεε. < αρχ. ἐπικρατῶ μτφρδ. γαλλ. prédomi nant & αγγλ. prevalent]