Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επικρατώ [epikrató] Ρ10.9α : 1.(απόλ., σε σύγκριση ή αναμέτρηση) αποδεικνύεται ότι κάποιος ή κτ. είναι ανώτερος, ισχυρότερος κτλ. από κπ. ή από κτ. άλλο· υπερτερώ, υπερισχύω: H αλήθεια / η λογική / το δίκαιο θα επικρατήσει. Στην Ελλάδα επικρατεί ακόμα η γεωργία από άποψη τόσο απασχόλησης όσο και παραγόμενου εθνικού εισοδήματος. α. επιβάλλομαι, κυριαρχώ: Tελικά επικρατεί το δίκαιο του ισχυροτέρου. β. νικώ: Στις εκλογές επικράτησαν οι βασιλόφρονες. 2. (στο γ' πρόσ.) για κτ. που συμβαίνει και που αποτελεί το κύριο ή το μοναδικό χαρακτηριστικό μιας χρονικής περιόδου ή μιας κατάστασης: Επικρατεί φόβος / ανησυχία / ενθουσιασμός / απόλυτη σιγή. Επικρατεί η εντύπωση ότι
|| Aύριο θα επικρατήσουν νότιοι άνεμοι.
[λόγ. < αρχ. ἐπικρατῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- επικρατώ.
-
- Α´ Μτβ.
- 1) Εξουσιάζω· κυβερνώ, διοικώ:
- (Παρασπ., Βάρν. C 157)·
- (προκ. για κτήματα) είμαι κάτοχος:
- (Ψευδο-Σφρ. 54213).
- 2) Βαστώ, συγκρατώ:
- στερρώς τας χείρας τούτου επεκράτησαν (Ερμον. Ω 219).
- 3) (Με αντικ. τη λ. δρόμος) ακολουθώ:
- επικρατείς οδού της εχομένης (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1567).
- 1) Εξουσιάζω· κυβερνώ, διοικώ:
- Β´ Αμτβ.
- 1) Ακμάζω, ανθώ:
- αύτη (ενν. η Φιλαδέλφεια) επεκράτει … τοις ρ´ έτεσιν (Δούκ. 412).
- 2) Διαρκώ:
- επεκράτησεν (ενν. ο γάμος) εβδομάδαν και πλέον (Πανάρ. 7831).
- 3) Υπερισχύω:
- Καθώς και επεκράτησαν τινές καλοί ανθρώποι …, γάδαρον δεν τον λέγουν (Συναξ. γαδ. 392).
- 4) Φρ. ο λόγος επικρατεί = διαδίδεται (ότι):
- (Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΙΑ´ [500]).
- 1) Ακμάζω, ανθώ:
[αρχ. επικρατέω. Η λ. και σήμ.]
- Α´ Μτβ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επικρατών -ούσα -ούν [epikratón] Ε12β : (λόγ.) 1α. που επικρατεί, υπερτερεί, υπερισχύει σε σύγκριση ή σε αναμέτρηση: H επικρατούσα θρησκεία σε μια χώρα, που από τους νόμους της αναγνωρίζεται ως ανώτερη. Στην Ελλάδα επικρατούσα θρησκεία είναι εκείνη της Aνατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. β. που κυριαρχεί έναντι άλλων: H επικρατούσα γνώμη / άπο ψη. 2. που επικρατεί, που συμβαίνει και αποτελεί το κύριο ή το μοναδικό χαρακτηριστικό μιας χρονικής περιόδου ή μιας κατάστασης: Οι επικρατούντες ισχυροί άνεμοι δυσχέραιναν το έργο των πυροσβεστών. Tο επικρατούν ψύχος.
[λόγ. μεε. < αρχ. ἐπικρατῶ μτφρδ. γαλλ. prédomi nant & αγγλ. prevalent]