Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επικρατέστερος -η -ο [epikratésteros] Ε5 : που επικρατεί. 1. που είναι ή θεωρείται ανώτερος, ισχυρότερος από κπ. ή από κτ. άλλο: Ο ~ υποψήφιος. H επικρατέστερη άποψη. 2. που υπάρχει ή γίνεται συχνότερα από κτ. άλλο· συνηθέστερος: Ο ~ τύπος μιας λέξης / ενός εθίμου.
[λόγ. < αρχ. ἐπικρατέστερος]