Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επικράτηση η [epikrátisi] Ο33 : το αποτέλεσμα του επικρατώ. 1. το να επικρατεί κάποιος ή κτ. σε σύγκριση ή αναμέτρηση: H ~ της αλήθειας / της λογικής / του δικαίου. α. κυριαρχία: Xώρα / ηγεμόνας / πολιτικοκοινωνικό σύστημα που επιδιώκει την παγκόσμια ~. β. νίκη: Εκλογική / στρατιωτική ~. 2. για κτ. που συμβαίνει και που αποτελεί το κύριο ή το μοναδικό χαρακτηριστικό μιας χρονικής περιόδου ή μιας κατάστασης: Για αύριο προβλέπεται ~ βόρειων ανέμων.
[λόγ. < ελνστ. ἐπικράτη(σις) -ση, αρχ. σημ.: `κυρίευση΄]