Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επικονίαση η [epikoníasi] Ο33 : (βοτ.) μεταφορά της γύρης από τους ανθήρες των στημόνων στο στίγμα του ύπερου με αποτέλεσμα τη γονιμοποίηση: Tύποι επικονίασης. ~ με τον άνεμο / τα έντομα. Άμεση / έμμεση ~.
[λόγ. < ελνστ. ἐπικονια- (ἐπικονιῶ) `ασβεστώνω΄ -σις > -ση με παρανόηση της σημ. κατά το αρχ. κόνις `σκόνη΄, μτφρδ. γαλλ. pollinisation (< λατ. pollen `πολύ ψιλό αλεύρι΄, “σκόνη αλευριού”)]