Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επικλινής -ής -ές [epiklinís] Ε10 : που έχει κλίση· πλάγιος, πλαγιαστός: Επικλινές επίπεδο, που δεν είναι ούτε οριζόντιο ούτε κάθετο. Επικλινές έδαφος, κατηφορικό. ~ τοίχος.
επικλινώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἐπικλινής, ελνστ. ἐπικλινῶς]