Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επικαταλλαγή η [epikatalají] Ο29 : (οικον.) 1. η διαφορά μεταξύ της επίσημης και της πραγματικής αξίας ενός νομίσματος. 2. η αμοιβή που εισπράττει η τράπεζα για την ανταλλαγή νομισμάτων.
[λόγ. < ελνστ. ἐπικαταλλαγή `ποσό που πληρώνεται για ανταλλαγή΄]