Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- επικατάρατος, επίθ.
-
- Καταραμένος:
- ο Θεός … τον όφη εκατηράστη κι είπεν: «Επικατάρατος να ’σαι …» (Πικατ. 513).
[μτγν. επίθ. επικατάρατος]
- Καταραμένος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επικατάρατος -η -ο [epikatáratos] Ε5 : (λόγ.) καταραμένος.
[λόγ. < ελνστ. ἐπικατάρατος]