Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επικασσιτερώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επικασσιτερώνω [epikasiteróno] -ομαι Ρ1 : κάνω επικασσιτέρωση: Επικασσιτερωμένο αντικείμενο, που οι επιφάνειές του έχουν επικασσιτερωθεί. Επικασσιτερωμένα μαγειρικά σκεύη, γανωμένα.

[λόγ. επι- κασσίτερ(ος) -ώ > -ώνω κατά το επιχρυσώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες