Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επικαρπωτής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επικαρπωτής ο [epikarpotís] Ο7 : (νομ.) αυτός που έχει ορισμένη επικαρπία.

[λόγ. επικαρπω- (δες επικαρπώνομαι) -τής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες