Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επικαλούμαι [epikalúme] Ρ10.10 αόρ. επικαλέστηκα, απαρέμφ. επικαλεστεί στη σημ. I και αόρ. επικλήθηκα, απαρέμφ. επικληθεί στη σημ. II : I1.αναφέρω κτ. για ορισμένο σκοπό: Nα μην επικαλούμαστε το όνομα του Θεού για ασήμαντα πράγματα. α. αναφέρω κτ. για να δικαιολογήσω ορισμένη ενέργεια, συμπεριφορά ή άποψή μου: Δεν πήγε στη δεξίωση επικαλούμενος λόγους υγείας. ~ τη μαρτυρία κάποιου. β. αναφέρω και χρησιμοποιώ κτ. ως νομικό επιχείρημα, ιδίως σε δικαστήριο για να πετύχω κτ.: ~ ορισμένο νόμο. Ο συνήγορος επικαλέστηκε λόγους ανωτέρας βίας και πέτυχε αναβολή της δίκης. 2. ζητώ κτ. από κπ.: α. ενώ βρίσκομαι σε δύσκολη κατάσταση: ~ τη βοήθεια / τη μεσολάβηση κάποιου. Επικαλείται το Θεό. β. προβάλλοντας ορισμένη αιτία ή δικαιολογία, αναφέροντας, κάνοντας μνεία ιδιοτήτων, αισθημάτων κτλ.: ~ τη γενναιοδωρία / τα φιλάνθρωπα αισθήματα κάποιου. Ο κατηγορούμενος επικαλέστηκε την επιείκεια του δικαστηρίου. II. (σπάν.) επονομάζομαι: Mωάμεθ ο B' ο επικαλούμενος Πορθητής.
[λόγ. < αρχ. ἐπικα λοῦμαι]
[Λεξικό Κριαρά]
- επικαλούμαι· επικαλιέμαι· ’πικαλιέμαι· ’πικαλούμαι· αόρ. επεκλήθηκα· επικαλέστηκα (— ‑σθηκα)· επικαλήστηκα· προστ. αορ. επικαλήσου.
-
- 1) Ζητώ τη βοήθεια κάπ. (ιδ. θεότητας):
- Να ’πικαλιέται τους θεούς (Σουμμ., Παστ. φίδ. Α´ [1088]).
- 2) Ονομάζομαι:
- Ααρών επεκλήθηκε (Διγ. Z 22).
[αρχ. επικαλούμαι. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ζητώ τη βοήθεια κάπ. (ιδ. θεότητας):