Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιθυμώ [epiθimó] Ρ10.9α : έχω, αισθάνομαι ορισμένη επιθυμία, για να αποκτήσω ή για να πραγματοποιήσω κτ.· (πρβ. θέλω): Ο καθένας επιθυμεί τον πλούτο / τη δόξα / την ευτυχία. Έχει στο σπίτι της καθετί που μπορεί να επιθυμήσει μια γυναίκα. Στα μεγάλα πολυκαταστήματα βρίσκεις ό,τι επιθυμεί η ψυχή σου. || (σε επίσημο ύφος): Ο πρόεδρος επιθυμεί να
Tι επιθυμείτε, κύριε; || (ειρ.): Ό,τι επιθυμείτε, όταν ανταποκρινόμαστε με απροθυμία στην απαίτηση κάποιου. α. αξιώνω, απαιτώ: Επιθυμώ οι εντολές μου να εκτελούνται χωρίς συζήτηση. β. επιζητώ έντονα, θέλω να δω, να συναντήσω κπ.: Είχαμε καιρό να σε δούμε και σ΄ επιθυμήσαμε. || (για ερωτική επιθυμία) ποθώ.
[λόγ. < αρχ. ἐπιθυμῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- επιθυμώ· απεθυμώ· αποθυμώ· επεθυμώ· πεθυμώ· ’πιθυμώ· ’ποθυμώ· μτχ. παρκ. απεθυμισμένος· αποθυμημένος· πεθυμημένος· πεθυμισμένος· ’πιθυμισμένος.
-
- 1)
- α) Επιθυμώ, θέλω:
- (Πανώρ. Γ´ 23)·
- (με σύστ. αντικ.):
- Πεθυμίαν επεθύμησα να δω (Μαχ. 1411)·
- β) εύχομαι να γίνει κ.:
- τινάς εις ό,τι πεθυμά κι ελπίζει να ’χει χάρη (Ροδολ. Β´ 4)·
- γ) ποθώ (ερωτικώς):
- κορμί, πεθύμησέ την (Ch. pop. 838).
- α) Επιθυμώ, θέλω:
- 2) Μου αρέσει κ.:
- ήκουγα σκοπόν απού επεθύμου (Ερωτόκρ. Α´ 857).
- 3) Στερούμαι κ.:
- επιθυμώ και το ψωμίν (Προδρ. III 82).
- 4) Εποφθαλμιώ:
- να μη πεθυμήσει ανήρ την ηγή σου (Πεντ. Έξ. ΧΧΧΙV 24).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- 1) Επιθυμητός:
- ώρα πεθυμισμένη (Σουμμ., Παστ. φίδ. Α´ [849]).
- 2) Που επιθυμεί κ.:
- λάφι … πεθυμισμένο να πιει νερό (Ερωφ. Γ´ 84).
- 1) Επιθυμητός:
[αρχ. επιθυμέω. Τ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- 1)