Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- επιθυμητός, επίθ.· αποθυμητός· πεθυμητός.
-
- Πρόθυμος:
- πεθυμητός … ν’ αγροικήσω (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [1025]).
[αρχ. επίθ. επιθυμητός. Η λ. και σήμ.]
- Πρόθυμος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιθυμητός -ή -ό [epiθimitós] Ε1 : που θέλουμε και συνήθ. επιδιώκουμε να γίνει, να πραγματοποιηθεί. ANT ανεπιθύμητος: Επιθυμητή συνάντηση / επίσκεψη. Tο επιθυμητό αποτέλεσμα. Διάκριση επιθυμητών και εφικτών στόχων. || (για πρόσ.) που επιθυμούμε να τον δούμε, να τον συναντήσουμε ιδίως με ερωτική διάθεση.
[λόγ. < αρχ. ἐπιθυμητός]