Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιθυμία η [epiθimía] Ο25 : η ψυχική τάση του ανθρώπου να αποκτήσει, να γνωρίσει, να ζήσει κτλ. κτ., η οποία αποτελεί συνδυασμό ενστίκτου και συνειδητής βούλησης· (πρβ. θέληση): Έντονη / ακόρεστη ~. Έχω μεγάλη ~, επιθυμώ πολύ. Εκδήλωση μιας επιθυμίας. Ερωτική / σαρκική ~, πόθος. || το αντικείμενο της επιθυμίας κάποιου: Πραγματοποίηση μιας επιθυμίας. Οι επιθυμίες κάποιου. Ενεργώ σύμφωνα / συμμορφώνομαι με τις / προλαβαίνω τις επιθυμίες κάποιου. H τελευταία ~ κάποιου, πριν αυτός πεθάνει.
[λόγ. < αρχ. ἐπιθυμία]
[Λεξικό Κριαρά]
- επιθυμία η· απεθυμία· απεθυμιά· αποθυμία· αποθυμιά· επεθυμία· επεθυμιά· επιθυμιά· πεθεμιά· πεθύμια· πεθυμία· πεθυμιά· ’πιθυμία· ’πιθυμιά· ’ποθυμιά.
-
- 1)
- α) Επιθυμία, λαχτάρα:
- (Ερωτόκρ. Β´ 1826)·
- β) αυτό που επιθυμεί κανείς, το αντικείμενο της επιθυμίας:
- να επάρω το κοράσιον, να επάρω την πεθύμιαν σας (Διγ. Esc. 1526)·
- γ) έντονη επιθυμία· ζήλος, ενθουσιασμός· ενδιαφέρον:
- με πεθυμιά γεμάτος να πολεμήσει τον εχθρόν (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3283· Κορων., Μπούας 67)·
- δ) ανυπομονησία, αγωνία:
- με μεγάλην επιθυμίαν έστεκαν διά να αγροικήσουν (Σουμμ., Ρεμπελ. 189)·
- ε) ακόρεστη επιθυμία, απληστία:
- Όλα σχεδόν τα χρήματα του κόσμου ν’ απολαύσουν, πάλι από την επιθυμιάν αδύνατο να παύσουν (Πένθ. θαν. 530).
- α) Επιθυμία, λαχτάρα:
- 2)
- α) Ερωτική επιθυμία, πόθος:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [1362])·
- β) (προκ. για γυναίκα) ποθητή, αγαπημένη:
- την Μαργαρώνα την χρυσήν και την επεθυμιά μου (Ιμπ. (Legr.) 942)·
- (ως προσφών.):
- επιθυμιά μου, Φλώριε (Φλώρ. 1017).
- α) Ερωτική επιθυμία, πόθος:
- 3)
- α) Αγάπη:
- Αγαπημένε μου αδελφέ, … ευρίσκω …, με πεθυμιά δυο πράματα να σου χρωστεί η φιλιά μου (Φαλιέρ., Ρίμ. 5)·
- β) το αντικείμενο της αγάπης, αυτό που αγαπά κανείς:
- πάντά ’σαι η πεθυμιά μου (Ζήν. Α´ 202).
- α) Αγάπη:
- 4) (Πιθ.) θέληση:
- γδέχονται με πεθυμιάν να κατινούσιν (Κυπρ. ερωτ. 733).
- 5) Έκφρ. μ’ όλην την πεθυμιά (μου, σου, κλπ.) = ολόψυχα:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Α´ [500]).
[αρχ. ουσ. επιθυμία. Οι τ. πεθυμία και ’πιθυμία και σήμ. κυπρ. Ο τ. πεθυμιά και σήμ. λαϊκ. Η λ. και σήμ.]
- 1)