Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιθηλιακός -ή -ό [epiθiliakós] Ε1 : (ανατ., φυσιολ.) που αναφέρεται στο επιθήλιο: Επιθηλιακά κύτταρα. ~ ιστός, το επιθήλιο. Επιθηλιακό καρκίνωμα, το επιθηλίωμα.
[λόγ. επιθήλι(ον) -ακός]