Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιθεωρώ [epiθeoró] -ούμαι Ρ10.9 : 1.ελέγχω, συνήθ. επίσημα, για να διαπιστώσω αν κτ. είναι ή λειτουργεί όπως πρέπει, κάνω επιθεώρηση σε κπ. ή σε κτ.: Ο πρωθυπουργός επισκέφθηκε την πόλη μας, για να επιθεωρήσει δημόσιες υπηρεσίες και εκτελούμενα δημόσια έργα. Επιθεώρησε το στρατό του κι έδωσε το σύνθημα της επίθεσης. Επιθεώρησε το τιμητικό απόσπασμα, πέρασε επίσημα μπροστά από αυτό. 2. (σπάν.) εξετάζω, παρατηρώ με προσοχή: Πήρε το τηλεσκόπιο και επιθεώρησε τον ορίζοντα. Επιθεώρησε τον εαυτό του στον καθρέφτη.
[λόγ.: 2: αρχ. ἐπιθεωρῶ· 1: σημδ. γαλλ. inspecter]