Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιθετικός 1 -ή -ό [epiθetikós] Ε1 : που έχει σχέση με την επίθεση 1 ή αναφέρεται σε αυτή. ANT αμυντικός. 1. που αναφέρεται σε εχθρική ενέργεια κάποιου εναντίον άλλου: Επιθετική κίνηση / συμπεριφορά / διάθεση / ενέργεια. || (για πρόσ. ή ζώο) που έχει την τάση να επιτίθεται: Ένας ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. Επιθετικό παιδί / σκυλί. α. (στρατ.): Ο ~ πόλεμος. Επιθετικό όπλο, κατάλληλο για επίθεση. β. (αθλ.): Ο ~ παίκτης. Επιθετικό παιχνίδι. || (ως ουσ.) ο επιθετικός, ο επιθετικός παίκτης. 2. (μτφ.) που έχει χαρακτήρα επίθεσης
12: Επιθετική αγόρευση στη βουλή. Επιθετική διπλωματία. επιθετικά ΕΠIΡΡ: Kινείται / ενεργεί κάποιος ~. H ομάδα έπαιξε ~ μόνο στο πρώτο ημίχρονο. H κυβέρνηση θα αντιμετωπίσει ~ τον πληθωρισμό. [λόγ. < αρχ. ἐπιθετικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιθετικός 2 -ή -ό : (γραμμ.) που αναφέρεται στο επίθετο. α. που εκφράζεται με επίθετο: ~ προσδιορισμός, ομοιόπτωτος προσδιορισμός που φανερώνει μια μόνιμη ιδιότητα του ουσιαστικού που προσδιορίζει. β. που χρησιμοποιείται όπως το επίθετο: Επιθετική αντωνυμία / πρόταση / μετοχή.
επιθετικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἐπιθετικός]