Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιθανάτιος -α -ο [epiθanátios] Ε6 : που έχει σχέση με το θάνατο και ιδίως συμβαίνει κατά την ώρα του θανάτου: Ο ~ ρόγχος. Επιθανάτια αγωνία. Επιθανάτια κλίνη, στην οποία κάποιος πεθαίνει.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιθανάτιος]