Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιθήλιο το [epiθílio] Ο40 : (ανατ., φυσιολ.) ιστός που αποτελείται από ένα ή περισσότερα στρώματα κυττάρων και καλύπτει ολόκληρο το σώμα, τα όργανά του και τις εσωτερικές κοιλότητες· επιθηλιακός ιστός.
[λόγ. < νλατ. epithelium < epi- = επι- + αρχ. θηλ(ή) -ium = -ιον]