Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιζώ
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιζώ [epizó] Ρ10.9α αόρ. επέζησα, απαρέμφ. επιζήσει : 1.(ιδ. για πρόσ.) εξακολουθώ να ζω: α. ύστερα από ορισμένο γεγονός κατά το οποίο άλλοι έχασαν τη ζωή τους· σώζομαι: Aπό τη σφαγή επέζησαν ελάχιστοι. Δεν επέζησε κανείς από τους επιβάτες του αεροπλάνου που έπεσε. β. (λόγ.) ύστερα από κπ. άλλο: Θα επιζήσει όλων μας. 2. (μτφ.) εξακολουθώ να υπάρχω ή να λειτουργώ: Επιζεί μια γλώσσα / μια οικονομική επιχείρηση.

[λόγ. < αρχ. ἐπιζῶ `ζω επιπλέον΄ σημδ. γαλλ. survivre & αγγλ. survive]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιζών ο [epizón] Ο (βλ. Ε12στ) : (λόγ.) αυτός που επιζεί ή επέζησε από ορισμένο γεγονός κατά το οποίο άλλοι έχασαν τη ζωή τους· επιζήσας: Tο πολεμικό πλοίο περισυνέλεξε τους επιζώντες λίγο μετά το ναυάγιο. || (ως επίθ.): Οι επιζώντες ναυαγοί.

[λόγ. μεε. του επιζώ μτφρδ. γαλλ. survivant & αγγλ. survivor]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιζωοτία η [epizootía] Ο25 : χαρακτηρισμός κάθε επιδημίας που προσβάλλει τα ζώα.

[λόγ. < γαλλ. épizootie < épi- = επι- + αρχ. ζῳότ(ης) `φύση των ζώων΄ -ie = -ία κατά το épidémie = επιδημία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες