Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιζήμιος -α -ο [epizímios] Ε6 : που προκαλεί σε κπ. ή σε κτ. ζημία, ιδίως οικονομική· βλαβερός. ANT επωφελής: Οι απεργίες, αν και αναπόφευκτες, είναι επιζήμιες για την εθνική οικονομία.
[λόγ. < αρχ. ἐπιζήμιος]