Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιζήμιος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιζήμιος -α -ο [epizímios] Ε6 : που προκαλεί σε κπ. ή σε κτ. ζημία, ιδίως οικονομική· βλαβερός. ANT επωφελής: Οι απεργίες, αν και αναπόφευκτες, είναι επιζήμιες για την εθνική οικονομία.

[λόγ. < αρχ. ἐπιζήμιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες