Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιεικής -ής -ές [epiikís] Ε10 : που χαρακτηρίζεται από επιείκεια. ANT αυστηρός: Ένας ~ καθηγητής / βαθμολογητής / δικαστής / κριτής. ~ βαθμολόγηση / κρίση / δικαστική απόφαση. || (νομ.) Επιεικές δίκαιο.
επιεικώς ΕΠIΡΡ: Bαθμολογεί / κρίνει κάποιος ~. || για να επιτείνουμε έναν αρνητικό χαρακτηρισμό: Είναι ~ απαράδεκτος. [λόγ. < αρχ. ἐπιεικής `ταιριαστός, λογικός, όχι αυστηρός΄· λόγ. < αρχ. ἐπιεικῶς]