Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιείκεια η [epiíkia] Ο27α : μετριοπάθεια και ανεκτικότητα στην κρίση ή στην αξιολόγηση μιας πράξης, ενός ανθρώπου ή στην τιμωρία ενός αδικήματος. ANT αυστηρότητα: Δείχνει κάποιος μεγάλη / υπερβολική ~. Kαθηγητής που βαθμολογεί με ~. Tο δικαστήριο παίρνει υπόψη την ειλικρινή σου μεταμέλεια και θα σε κρίνει με ~. Ο συνήγορος του κατηγορουμένου ζήτησε από το δικαστήριο να εξαντλήσει όλη του την ~.
[λόγ. < αρχ. ἐπιείκεια `λογικότητα, μετριοπάθεια΄, ελνστ. σημ.: `έλλειψη αυστηρότητας΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- επιείκεια η.
-
- α) «Μέτρο», σύνεση:
- εχαίρουντον μετά επιεικείας (Διγ. O 92)·
- β) καλοσύνη, ανθρωπιά:
- της επιεικείας και … της πραότητός σου μάρτυς (Γλυκά, Στ. Β´ 65).
[αρχ. ουσ. επιείκεια. Η λ. και σήμ.]
- α) «Μέτρο», σύνεση: