Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιδρώ [epiδró] Ρ10.4α αόρ. επέδρασα, απαρέμφ. επιδράσει : ασκώ επίδραση σε κπ. ή σε κτ., επηρεάζω τη διαμόρφωση, τη λειτουργία ή τη συμπεριφορά του: H αντικειμενική πραγματικότητα επιδρά στα αισθητήρια όργανα· έτσι δημιουργούνται τα αισθήματα. Tο φάρμακο αργεί να επιδράσει. Tο κοινωνικό περιβάλλον επιδρά αποφασιστικά στη διαμόρφωση του ανθρώπινου χαρακτήρα. Συγγραφέας που επέδρασε σε σύγχρονούς του λογοτέχνες.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιδρῶ `κάνω επιπλέον΄ σημδ. γερμ. einwirken, auswirken]