Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιδρομή η [epiδromí] Ο29 : 1α.χαρακτηρισμός μιας επίθεσης ή εισβολής σε ξένη χώρα που γίνεται με σκοπό την κατάκτηση, τη λεηλασία κτλ.: H τουρκική ~ κατά της Kύπρου. Επιδρομές Ούνων / Γότθων / Aβάρων κατά της Ρωμαϊκής / Bυζαντινής Aυτοκρατορίας. Ληστρικές / πειρατικές επιδρομές. β. (στρατ.) ταχεία και αιφνιδιαστική επίθεση τοπικού χαρακτήρα συνήθ. με μικρές δυνάμεις και ειδικούς στόχους: Nαυτική / αεροπορική ~. 2. (μτφ.) για πολυπληθή εμφάνιση και καταστρεπτική δράση: ~ κομματικών στελεχών στον κρατικό μηχανισμό. ~ λύκων / κουνουπιών / ακρίδων.
[λόγ. < αρχ. ἐπιδρομή]
[Λεξικό Κριαρά]
- επιδρομή η.
-
- Έφοδος, εχθρική εισβολή σε κάπ. χώρα:
- (Καναν. 20).
[αρχ. ουσ. επιδρομή. Η λ. και σήμ.]
- Έφοδος, εχθρική εισβολή σε κάπ. χώρα: